κατάπυκνος

κατάπυκνος
κατάπυκν-ος, ον, strengthd. for πυκνός,
A thick, tufted,

ἕρπυλλος Theoc.Ep.1.1

.
2 Milit., ἐν κ. στάσει in close formation, Ascl. Tact.5.1.
II Medic., very costive,

κοιλίη Hp.

Acut.(Sp.) 56.
III κ. εἰς σχηματισμόν often using a formation, A.D.Adv.186.2;

ἡ διάλεκτος κ. ἐπὶ τὴν Χρῆσιν Id.Synt.50.18

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάπυκνος — thick masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπυκνος — η, ο (AM κατάπυκνος, ον) πολύ πυκνός αρχ. 1. πολύ δυσκοίλιος («κοιλίη κατάπυκνος», Ιπποκρ.) 2. γραμμ. αυτός που χρησιμοποιεί κάτι πολλές φορές …   Dictionary of Greek

  • κατάπυκνος — η, ο πολύ πυκνός: Έχει κατάπυκνα μαλλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάπυκνον — κατάπυκνος thick masc/fem acc sg κατάπυκνος thick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπύκνου — κατάπυκνος thick masc/fem/neut gen sg καταπυκνόω stud thickly pres imperat act 2nd sg καταπυκνόω stud thickly pres imperat act 2nd sg καταπυκνόω stud thickly imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) καταπυκνόω stud thickly imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπύκνῳ — κατάπυκνος thick masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SERPYLLUM — inter coronamenta Veter. receptum, ut flos vernus ac violae socius et rosis. Theocritus Eid. ιθ. Ἤδ᾿ ἴον, ἤδ᾿ ἕρπυλλον ἀπαίνοτο. Et Ep. 1. Τὰ ῥόδα τὰ δροτόεντα, καὶ ἡ κατάπυκνος ἐκεῖνα Ἕρπυλλος κεῖται ταῖς Ἑλικωνιάσι. Quorum priori violis,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”